ἀστράτευτος

ἀστράτευτος
ἀστράτευτος
without service
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αστράτευτος — η, ο (AM ἀστράτευτος, ον) [στρατεύω] 1. ο μη στρατευμένος, αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό 2. εκείνος που έχει εξαιρεθεί, που έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση της θητείας 3. όποιος δεν έχει υπηρετήσει στον στρατό μσν. νεοελλ. άπειρος, αδέξιος… …   Dictionary of Greek

  • αστράτευτος — η, ο αυτός που δε στρατεύτηκε ακόμη ή αυτός που δεν πήγε στο στρατό, γιατί απαλλάχτηκε: Είχε μείνει αστράτευτος, γιατί ως τα εξήντα του ζούσε στην Αμερική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστρατεύτως — ἀστράτευτος without service adverbial ἀστράτευτος without service masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράτευτον — ἀστράτευτος without service masc/fem acc sg ἀστράτευτος without service neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρατεύτοις — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρατεύτοισιν — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρατεύτου — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρατεύτους — ἀστράτευτος without service masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρατεύτων — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρατεύτῳ — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”